Από την πρώτη κιόλας διαδήλωση μετά το καλοκαίρι, στις 7 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση προσπαθεί να θάψει το κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων. Μετά από κάθε διαδήλωση, προσπαθεί να αποδείξει πως η συμμετοχή ολοένα και μειώνεται. Και εντούτοις, κοντεύουν τώρα δύο μήνες και οι λαϊκές κινητοποιήσεις συνεχίζονται!
Ο υπουργός Εργασίας, Ερίκ Βερτ, θα ήθελε πολύ να πείσει τον λαό ότι, εφόσον ο νόμος που κηρύσσει την κυβερνητική επίθεση κατά των συνταξιούχων ψηφίστηκε πια οριστικά αυτή την εβδομάδα τόσο από τη Βουλή όσο και από τη Γερουσία, δεν έχουν πια κανένα νόημα οι διαδηλώσεις και οι απεργίες και ότι το μόνο που απομένει είναι η υπακοή στον νόμο. Το επιχείρημα, όμως, αυτό είναι διπλά παραπλανητικό. Αφενός γιατί είναι δυνατόν να υποχρεωθεί μια κυβέρνηση να αποσύρει έναν κακό νόμο, αλλά και κυρίως, γιατί, μπορεί μεν το κίνημα να επικεντρώθηκε στην άρνηση να ανέβει το νόμιμο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, η δυσαρέσκεια, όμως, που εκφράζει υπερβαίνει το πλαίσιο αυτό.
Εδώ και κάμποσα χρόνια οι εργαζόμενοι δέχονται από την κυβέρνηση και από την εργοδοσία το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Το χτύπημα στις συντάξεις, βέβαια, αλλά και οι απολύσεις, η αύξηση της ανεργίας, το αδιέξοδο μέλλον των νέων, το μπλοκάρισμα των μισθών, ο πολλαπλασιασμός των κρατήσεων που επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης. Οι λόγοι που προκαλούν τον ολοένα αυξανόμενο θυμό δεν μπορούν να εξαλειφθούν με την ψήφο μερικών εκατοντάδων προκρίτων της Βουλής και της Γερουσίας.
Τη στιγμή που συνεχίζονται οι απεργίες των σιδηροδρομικών και των εργαζομένων στα διυλιστήρια, καθώς και ο αποκλεισμός του λιμανιού της Μασσαλίας συνοδευόμενος από την απεργία των εργαζομένων στην καθαριότητα της πόλης αυτής, η κυβέρνηση τσαμπουνάει πως πρόκειται τάχαμου για απεργίες της μειοψηφίας.
Ναι, είναι αλήθεια, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις δεν κινητοποίησαν την πλειοψηφία των εργαζομένων. Πρέπει, όμως, να διαθέτει κανείς μεγάλο κυνισμό για να ισχυρίζεται πως πρόκειται για κινητοποίηση της μειοψηφίας, μια κινητοποίηση στην οποία συμμετέχουν με διαδηλώσεις, στάσεις εργασίας και απεργίες κάπου δύο με τρία εκατομμύρια εργαζόμενοι και την οποία υποστηρίζει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων.
Η υποστήριξη αυτή συνεχίζεται ακόμα και τούτη τη στιγμή. Παρόλη την ταλαιπωρία που προκαλούν στον λαό τα ακινητοποιημένα τρένα και τα άδεια βενζινάδικα, ο κόσμος της εργασίας βλέπει με συμπάθεια όλους όσους αγωνίζονται. Ακόμα και εκείνοι που επέλεξαν να μη συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις, ή τουλάχιστον όχι προς το παρόν, θεωρούν, συγκεχυμένα ή και ξεκάθαρα, ότι αυτοί που τόλμησαν να σηκώσουν το κεφάλι έχουν δίκιο.
Χρειάζεται, όντως, να διαθέτει μεγάλο κυνισμό για να μιλάει κάτω από αυτές τις συνθήκες για κινητοποίηση της μειοψηφίας εκείνη η μικρή κλίκα που πήρε την άδικη απόφαση να ανεβάσει την ηλικία συνταξιοδότησης και να επιμηκύνει τη διάρκεια των συνταξιοδοτικών εισφορών. Ολόκληρος ο λαός διαπίστωσε πως το κράτος, που τα κατάφερε να συγκεντρώσει μέσα σε λίγες ώρες κάμποσες εκατοντάδες δισεκατομμύρια για να βοηθήσει τους τραπεζίτες, επέλεξε να επιτεθεί στα τριάντα εκατομμύρια μισθωτούς εργαζομένους αυτής της χώρας για να καλύψει ένα έλλειμμα των συνταξιοδοτικών ταμείων που θα φτάσει δήθεν τα σαράντα δισεκατομμύρια το 2015.
Οι λαϊκές κινητοποιήσεις έχουν ήδη επιφέρει μιαν αλλαγή στο πολιτικό κλίμα της χώρας. Φτάνει να θυμηθούμε την αυτάρκεια του Σαρκοζί και της κλίκας του προτού αρχίσουν οι κινητοποιήσεις, τότε που διατείνονταν όχι μόνον ότι δήθεν τα μέτρα που ετοίμαζαν ήταν απαραίτητα, αλλά και ότι η κυβέρνηση ενεργούσε στο όνομα και προς το συμφέρον της πλειοψηφίας του λαού.
Χάρη στις λαϊκές κινητοποιήσεις και τη συμπάθεια που προκαλούν αυτές στο σύνολο του πληθυσμού, αυτοί που κρατούν τα ηνία του κράτους εμφανίζονται όπως είναι στην πραγματικότητα: ως θλιβερά ενεργούμενα που κυβερνούν σε βάρος της πλειοψηφίας του λαού και λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σύμφωνα με τα συμφέροντα των πλουσίων και μόνον.
Κι έπειτα, υπάρχει και τούτο το μεγάλο κέρδος από την απεργία, που δεν μετριέται με νούμερα αλλά έχει μεγάλη σημασία για τους μελλοντικούς αγώνες. Τα δύο με τρία εκατομμύρια γυναίκες και άντρες που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις απέκτησαν όλοι μαζί την εμπειρία ενός συλλογικού αγώνα, την εμπειρία των διαδηλώσεων και των απεργιών. Είχαν την ευκαιρία να πάρουν μια γεύση από τη δύναμη της εργατικής τάξης όταν κινητοποιείται.
Και γι' αυτό, ναι, όσοι αγωνίστηκαν και όσοι εξακολουθούν να αγωνίζονται βρίσκονται στον σωστό δρόμο, τον μοναδικό που υπάρχει στην πραγματικότητα για τους εργαζομένους. Οι εργαζόμενοι σήκωσαν το κεφάλι. Αυτοί που κυβερνούν ετούτο τον τόπο και τα μεγάλα αφεντικά που τους ορίζουν πρέπει πια να γνωρίζουν ότι στο εξής θα τους βρίσκουν απέναντί τους. Ωστόσο, ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στο μεγάλο κεφάλαιο και την κυβέρνηση, από την μια, και τους εργαζομένους από την άλλη, δεν έχει ακόμα μεταβληθεί ουσιαστικά. Αλλά πρόκειται για μια αρχή.
Αρλέτ Λαγκιλλέ
Lutte Ouvrière, Δευτέρα, 25 Οκτωβρίου 2010